φρόνημα — mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ … Dictionary of Greek
φρόνημ' — φρόνημα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονημάτων — φρόνημα mind neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήμασι — φρόνημα mind neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήμασιν — φρόνημα mind neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήματι — φρόνημα mind neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονήματος — φρόνημα mind neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek